χαρμάνης

χαρμάνης
ο
(λ. τουρκ.), ο εθισμένος σε ναρκωτικό, τσιγάρο κτλ. όταν βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρμάνης — ο, Ν [χαρμάνι] 1. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό 2. μανιώδης καπνιστής που έχει ώρα να καπνίσει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”